γαμω τους δρομους που στριβουν και στριβουν και στριβουν και χανομαστε και δεν βλεπουμε πια ο ενας τον αλλον.
με μπερδευει η κοινη λογικη και τα σηματα και τα φαναρια, κι οταν σκοτεινιαζει δε μπορω ουτε τις στροφες να ξεχωρισω- μα αν δε στριψεις, γκρεμος.
ποσες φορες στο οριο; ζαλιζομαι.
τελικα καποια στιγμη, ανοιγω τα ματια και σαν ολα να συνεβησαν σε καποιον αλλον.
εξω απο εμενα.
αδεια εγω, ανακουφιστικο
καταλαβαινω. εγω. που παντα.
και πλεον; οχι