support

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

όπως ήσυχα


πιάνει η μπύρα στη ζέστη περισσότερο, και σωπαίνω- ντρέπομαι, όπως πρέπει, για τις νύχτες που ήταν διακεκομμένες, που φτύσαμε χάμω για να σβήσουμε ανάμεσα στις συνέχειες, για να μπορέσουμε να τις καταπιούμε μικρές πιρουνιές –γιατί εγώ είδα πολλούς που κατάπιαν τον ουρανό ακέραιο, και γιατί δεν τους ξανάδα-

και ντρέπομαι για όλα τα λευκά, τα ανάμεσα στις γραμμές, που τα άφησα να γίνουνε μικρές ζωές με κεφάλι στομάχια και δέρμα, και να μασάνε τις γραμμές και να μεγαλώνουν οι άδειοι χώροι,
γιατί είπες, εδώ θα κάνουμε ένα κήπο, κι εδώ μια κούνια για τα παιδιά, κι εδώ ας αφήσουμε χώρο, ας αφήσουμε κενό κι εδώ για να χουμε κάπου να πεθάνουμε ήσυχα όπως ήσυχα 

ντρέπομαι, όπως όταν γνωριστήκαμε και ήθελα να πιάσω τις παλάμες σου και να τις φέρω πάνω μου, και να μπήξω τα δόντια μου μέχρι να τρέξει αίμα- και αντί γι αυτό σε φίλησα 

η δειλή

κι είχα αφήσει μία γραμμή στην άσφαλτο απείραχτη κι άμα την έπιανα με έφτανε σπίτι, κι είχα και μία γραμμή στο μέτωπό της που όταν την έπιανα με έβγαζε στον κόσμο και μου λέγε
πάνε φτιάξε νύχτες ολόκληρες κι αν όχι 

γκρέμισέ τες όλες, κι άσε τις μέρες μονάχα 

αλλά ήτανε που θέλαμε προσωπικό χώρο εγώ και οι φίλοι μου, και είναι που πρέπει να μοιράσουμε τον κόσμο γιατί οι γραμμές δε φτάνουν για όλους, δεν ήτανε οι γραμμές αρκετές για όλους
χύσαμε χάμω και φτιάξαμε προσωπικό χώρο και ομοιόμορφα κενά καθένας με τη μυρωδιά του και το φράχτη του, οι δειλοί

να μην κυκλώνουνε ποτέ οι γραμμές, ντρέπομαι που αφήσαμε μόνο ένα πλάτος κι ένα ύψος να χούμε κάπου να πηδάμε, κι από κάπου να πηδάμε, ύστερα 

όταν σε φίλησα ήθελα να τραβήξω με βία τα μάτια σου, και να αρχίσω να τρέχω, να τα κουβαλάω στις τσέπες μου να γεμίσει ο κόσμος με κίνδυνο να πάψει η ησυχία, κι αντί γι αυτό έκλεισα την πόρτα και θα τα πούμε, ντρέπομαι 

για τον κήπο και την κούνια και τις νύχτες τις διακεκομμένες, και το τσιγάρο που πέταξα κάτω σε κάποιο ξένο φράχτη και λέρωσα και δεν έσκυψα ποτέ να το μαζέψω, όταν σ’άφησα

να μασάς τις γραμμές πλάι μου να γίνει χώρος κι άλλος- ντρέπομαι- για τα παιδιά μας, και για τις λέξεις που δεν έχω, όταν έχω μόνο τα δόντια μου 

και μασάω τους φράχτες να περάσουν οι ώρες, κι αντί να μασάω τον ουρανό, σωπαίνω: γιατί
ντρέπομαι

για τη μπύρα και τη ζέστη στο αίμα μου