support

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

οι ταράτσες θα πέσουν τελευταίες


Εγώ δεν θέλω να πάω για δουλειά.

Εγώ θέλω να καθόμαστε με το βρακί στο πάτωμα, να αγγίζονται μόνο τα δάχτυλα των ποδιών μας,
στην απελπισμένη προσπάθεια να μην ξεχάσω λεπτό την αφή σου, αλλά και να μην είμαι ιδρώτας παραπάνω,

ή στα ζεστά πεζούλια η μία πλάι στην άλλη να κουδουνίζουμε αδιάφορα στην υγρασία κέρματα στις χούφτες μας
-αύριο θα πρέπει να πάμε για δουλειά, τελειώνουν τα ψιλά μας-
και θέλω

να ρίχνουμε στα μούτρα μας νερά, και άλλα υγρά, και όχι στα μούτρα μας μόνο, ξαπλωμένες σε δροσερά πλακάκια ή με τις πλάτες στα κάγκελα του μπαλκονιού

και
να μιλάμε για αφροδίτες στην παρθένο, και το τζεντριφικέσιον, και τα βιβλία που σιχαινόμαστε

ή να σκαρφαλώνουμε με τα μάτια και τα δάχτυλά μας στην απέναντι ταράτσα, ανάμεσα στα ρούχα που νοτίζουν τη νύχτα και ψήνονται τη μέρα,
μόνο και μόνο για να δούμε πόσα μείναμε ζωντανά
πόσα εμείς, πόσα αστέρια ή πόσα σπίτια
ό,τι θέλεις.

Κι ανάμεσα σε νυσταγμένη καφεΐνη τα μεσημέρια,
κι ανάμεσα σε υπερκινητικές μπύρες τα βράδια,
κι ανάμεσα στην διαταραγμένη ησυχία που κάνουν τα κλιματιστικά τα απογεύματα,
κι ανάμεσα στην ιδρωμένη φασαρία που κάνουν τα σώματα τα ξημερώματα
που μοιάζει να φτάνει σε όλα τα μπαλκόνια, σε όλες τις ταράτσες, και στα θλιμμένα δωμάτια όσων μας άδειασαν την πόλη, και μας την άφησαν δικιά μας μονάχα,  
να μου λες,


δεν θέλω να πάω για δουλειά
εγώ δεν θέλω να πάω για δουλειά


και να μοιάζει η ζωή μας
δικιολογία αρκετή

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

κτητικές αντωνυμίες

Πάντα όταν φεύγεις, βαριέμαι
εσύ νυστάζεις κι εγώ βαριέμαι.

Κάθομαι κάτω, ανάμεσα στα παιχνίδια που σκορπίσαμε έξω από τα κουτιά τους, και μερικές φορές
περιμένω ότι θα ανοίξει η πόρτα, θα μπεις πάλι και θα γονατίσεις μπροστά μου
με κοκκινισμένο μέτωπο και ιδρωμένα χέρια από το καλοκαίρι, 
και να, είναι που ήθελες να παίξουμε λίγο ακόμα και γύρισες.
Κάθομαι όταν φεύγεις
και ανακατεύω τα χέρια μου και τα μάτια μου
ανακατεύω τα δεδομένα και τις πιθανότητες
και μεγαλώνω.

Το πρωί. Άκυρο αυτό με τις νύχτες τελικά.
Το πρωί: που ξυπνάς και πρέπει να περάσεις τόσες ώρες
με τα ίδια ρούχα και τα ίδια μάτια και την ίδια μάρκα τσιγάρα 
η μόνη σου, η ίδια, λίγο μόνο πιο λίγη.
Και αυτό με τις κυριακές άκυρο, και τους χειμώνες.
Οι παρασκευές με ενοχλούν
που με παίρνει ο ύπνος στο πάτωμα ανάμεσα στα παιχνίδια που θα βαρεθώ να μαζέψω μέχρι την επόμενη φορά
λες και η τάξη θα σε τρομάξει και θα τα παρατήσεις
και τα καλοκαίρια που κρατάνε λίγο
και γυρνάω με τις φίλες μου στους ώμους να ρωτάω τον κόσμο
μήπως έχει ώρα
να ξέρω πόσο καλοκαίρι μένει-
και περνάει το μισό, με τα ίδια ρούχα και τα ίδια μάτια και την ίδια μάρκα τσιγάρα 
και μετά είναι αργά γιατί κάπως πιάνεται η πλάτη μου ή έρχεται το βράδυ
που το βράδυ πρέπει να κοιμάσαι ή να μεγαλώνεις.
Όλα τα υπόλοιπα είναι ρίσκο.
Όλα ρίσκο είναι το βράδυ, το πρωί είναι εντάξει
τα δεδομένα είναι δεδομένα, τα χέρια είναι χέρια και τα μάτια είναι μάτια
μου
οι κτητικές αντωνυμίες που κάνουν τον κόσμο να τσουλάει
η τάξη σου τα παιχνίδια μου τα χέρια μας ένα δεξί κι ένα αριστερό
που μείνανε κολλημένα στο μαξιλάρι και δεν είχαμε χρόνο να τα ξεκολλήσουμε.

Έτσι κι αλλιώς χαμένα θα πηγαίνανε-
όλα τα μας που αφήνουμε να υπάρχουν, κάθονται οκλαδόν στο κρεβάτι
πετάνε χάμω τα σεντόνια
και μένουν για πάντα σε μία Παρασκευή, ένα καλοκαίρι, με τα παντζούρια ανοιχτά 
να κοιτάνε το ταβάνι και να γλείφουν γρανίτες φράουλα
μέχρι να πεθάνουν από τη ζάχαρη
ή να πεθάνει κάτι τέλος πάντων.

Οι κτητικές αντωνυμίες που κάνουν τον κόσμο να τσουλάει
Εμείς νυστάζουμε κι αυτές βαριούνται.
Εμείς
σκορπίσαμε τα παιχνίδια μας στο πάτωμα και καμία φορά σκοντάφτω
οι παρασκευές αργούν και το καλοκαίρι λιγώνεται και εγώ
περνάω φάση άρνησης και δε θέλω να συμμαζέψω
πάντα όταν φεύγεις

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Άχρηστες επινοήσεις


Πας να με φιλήσεις, κι εγώ
δαγκώνω τη γλώσσα σου
και τρέχω να κρυφτώ στο μπάνιο
Σου τα δίνω έτοιμα, το μπάνιο δεν κλειδώνει, τον διαλύσαμε τον σύρτη από την χρήση, σε λίγο θα πέσουνε κι οι πόρτες-
άχρηστες επινοήσεις. Παραδείγματος χάριν: το θυμωμένο μου ύφος

Σήμερα πήγα για δουλειά και το ραντεβού μου δεν ήρθε, κοιμόταν, με έστησε, κι εγώ πάντα είμαι στην ώρα μου- θύμωσα
αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι μία τέλεια αφορμή να βγάλω τα παπούτσια, να παραγγείλω καφέ, από τον ακριβό, να βάλω  πιο δυνατά τη μουσική
και να φτιάξω μία ροζουλί φούσκα γύρω από μενα και τα παπούτσια μου, ένα προσωπικό
σειφ σπέις

Ο φλεβάρης φέτος μας διέλυσε, ο φλεβάρης φέτος δεν είναι για πολλές γύρες έξω
Εκτός-σκέφτομαι μέσα στη φούσκα μου-εκτός αν οι γύρες αυτές είναι μαζί   
που θα πω, να πάρουμε άλλη μία μπύρα; Και που σημαίνει: θέλετε να μη με αφήσετε ακόμα μόνη μου; Και που ξέρουν
γιατί εγώ δε φιλάω, το φιλί δε μου κολλάει κάπως χωρο-ταξικό-πολιτικά, εγώ αγκαλιάζω ή δαγκώνω και που είναι οκέι με αυτό,

δεν είναι υπερευαισθησία

ακόμα κι αν το κάνεις μέσα από την προσωπική σου φούσκα, που είναι ροζ και θρουλάει ψίχουλα παντού.
Αλλά είναι που δεν ντρέπονται να παραγγείλουν καφέ και για μένα, ακόμα κι αν θα τους κοιτάξει περίεργα ο υπάλληλος στο ταμείο.

Και κυρίως, είναι που ξέρω ότι θα φύγουν,  πρέπει να φεύγουμε, αλλά είναι οι γύρες μαζί
και ότι όσες φορές κι αν το κάνουμε, είναι που δε φεύγεις
                                                                                                ποτέ
                                                                                                 χωρίς
                                                                                                αγκαλιά.

Δαγκώνω τη γλώσσα σου. Τρέχει στα χέρια μου και στη μπλούζα μου
το αίμα σου, υπέροχα κόκκινο, ένα με τα δικά μου σάλια, και στο πάτωμα
φτιάχνεται μία ροζ λιμνούλα που απλώνει
άβολη μέσα στον εαυτό της

Δεν είναι υπερευαισθησία 

Απλά υποθέτω, είναι που το ροζ δεν θα γίνει ποτέ το νέο μαύρο
(;)