support

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Πανε μηνες που εφυγα απο εκει. 
τωρα στους  τοιχους ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και ΠΩΛΕΙΤΑΙ
και απο κατω ο αριθμος της πυροσβεστικης, του ψυχιατρου και του Αλλοδαπων.
πανε μηνες που δεν μενω εκει 
Απλα μενω: υπομενω, απομενω και τα σχετικα 
και τα χερια, τα νυχια, η κοιλια και το δερμα μου, δεν ανηκουν τωρα πουθενα 
ακατοικητα.
ερχονται και χτυπανε και φευγουν απραγοι 
πυροσβεστες γιατροι και μεταναστες, και καθε μερα 
η ιδια ετοιμοθανατη γρια με τα ματια σου. 
ειναι τωρα κοντα δεκα μηνες και κατι δευτερες- δε βαριεται. 
τα παραθυρα πιασανε μουχλα στις ακρες και εντομα με δισεκατομμυρια τριχωτα ποδια 
τρωνε τα πατωματα, και σταζει η υγρασια τους στο μετωπο μου 
και κομματια φαγωμενου ξυλου γδερνουν τα μαγουλα μου 
και καινε τα ματια μου τα ματια της.
καιρος ειναι. 
κοιμαμαι σε κατι ξενοδοχεια, απ αυτα που κρυβουν οι τοιχοι και τα φωτα,
μερικες φορες απλα δεν κοιμαμαι, συνεχιζω να περπατω 
και ξεχνιεμαι χτιζοντας σπιτια, γραφοντας τεραστια και μεγαλειωδη μυθιστορηματα, οργανωνοντας γιορτες
 φτιαχνω απο αλατι και ξυλο καρεκλες και τραπεζια κι επιπλωνω τα αδεια μου δωματια
για να μεινουμε μαζι μια μερα- 
(θα σου κανω χωρο και στο κρεβατι και θα μενουμε μαζι και θα κοιμομαστε μαζι τα σαββατα 
και θα σου φερνω στο κρεβατι ζωγραφιες ξενων παιδιων,
 αφου εδωσες τα δικα μας σ'εκεινη τη γρια να τα χει στηριγματα να περπαταει- 
θα ψαχνω τα ξενα σκουπιδια και θα βρισκω ζωγραφιες, αφου σ αρεσουν).






και επιτελους 


Κατεβαστε πια το ΠΩΛΕΙΤΑΙ! 
ξηλωσε το ρε γαμωτο, βγαλτο, ειμαι εδω 
τιποτα δεν ενοικιαζεται, κανεις δεν θα ζησει σ αυτα τα ιδια τα χερια και τα πνευμονια, 
εστησα και παγιδες να πεσετε μεσα.
 ακατοικητα να μενουν. 


γιατι παει καιρος : ουτε πατωματα ουτε παραθυρα να βλεπουν τον ηλιο 


απομενω ηδη
καπου αλλου. 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

μουτζουρες που σταζουν



Φοραω ακομα τα ρουχα σου. Ακομα κατι που δεν εχει νοημα πλεον. Εχουν πλυθει και ξαναπλυθει και ξαναπλυθει. Κανενα οικειο αρωμα  καμια αναμνηση και ναι, σιγουρα δεν εχω την ψευδαισθηση ότι μπορω πια να σε βρω, γιατι προσπαθησα πολύ για να σε χασω, σ αυτή τη βασανιστικη καθαριοτητα σ αυτή την αισθηση φρεσκαδας-όχι άλλη ζεστασια ανθωπινου κορμιου και επαφης και ασφαλειας.

Βγαινω από το σπιτι και προσποιουμαι ότι ειμαι εσυ και ξεχναω κι εγω, προσπερναω κι εγω κι αδιαφορω. Δεν ξερω που θα πηγαινες και τι θα εκανες, ξερω  πως καποτε προχωρουσες  με το χερι σου στο δικο μου ξερω πως καποτε με κοιτουσες στα ματια πως υπηρξαμε πως δεν αντεξαμε κι ότι πια περναω μπροστα από καθρεφτες και βιτρινες και βλεπω εμενα μονο και ειμαι εγω χωρις χερια και χωρις ματια. Ειμαι εγω με τους ωμους σφιγμενους γιατι ο χρονος φυσαει αντιθετα, με παει προς τα πισω το ρευμα, μα πισω παλι, δεν υπαρχει κανεις, δεν περναει η ωρα στη μοναξια, κι είναι κι αυτή η αναγκη που δεν αντεχεται. Γι αυτό πας κι εσυ αντιθετα στον αερα;

Εχω και κατι αλλα, χαρτακια από τα τσιγαρα σου και μια εικονα σου να καπνιζεις, που δεν τα χω πεταξει. Απλα κάθε οκτωβρη τα ανεβαζω στην ταρατσα,καθομαι και περιμενω τον  αερα να τα σκορπισει . Το τσιγαρο εχει την ιδια γευση ακομα, ο καφες είναι καυτος , ο κοσμος κρυβεται, όπως κάθε οκτωβρη. Μα στην ταρατσα μου παλι δεν θα φυσηξει, μονο συννεφα, κι αυτος ο ηλιθιος ηλιος που παριστανει τον ηρωα και προσπαθει να μπει στο μυαλο μου να γλιτωσει τα χιονια. Μα πανε χρονια που χιονιζει κι εδώ.
Απλωνω κουβαδες , Τα μαζευω τα χιονια που πεφτουν, για να χω να πινω νερο το καλοκαιρι. Όταν καπνιζεις χωρις να ξεπλενεις το στομα σου, ειχες δικιο, το στομα ξεραινεται-και τοτε είναι που παραπανω ζηταει το φιλι.

Κακος οιωνος κι η διψα, σαν τον κοκκινο ουρανο και τα παιδια που κλαινε.

Με βλεπουν στα ξενα ρουχα,πλησιαζω και σωπαινουν. Ησυχαζουν όπως ησυχασα διπλα σου εγω. Καθομαι λιγο,παιζω μαζι τους. Λερωνω ξανα και ξανα τα ρουχα σου. Μου ζητανε να ζωγραφισουμε, τα βγαζω, κι αυτά γινονται σπιτια, σωματα, δεντρα και τερατα στις ντουλαπες (τους λεω εχω κι εγω ένα στη δικη μου), παλαμες παιδικες και ενας σουπερμαν που θα σωσει τον κοσμο. Μουτζουρες γινεσαι και παραμυθια.
Τ’αφηνω για λιγο να κοιμουνται πανω στις ζωγραφιες τους.Μετα ησυχα, τα φοραω ξανα, καποιο ξυπναει και κλαει, μα τρεχω τωρα μηπως προλαβω, και δε με φτασει ο οιωνος.

Ωρες περασαν κοιταζω απ το παραθυρο και περιμενω.  

Μολις στεγνωσουν, θα βαλω καφε και θα ντυθω μουτζουρα,παλι.

Μα δε θα βγω σημερα από το σπιτι-

είναι αυτος ο κοκκινος ουρανος,που με τρομαζει-

είναι και τα ρουχα σου στη ντουλαπα… 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011


Ωραία,λοιπόν,άνθρωπε…τώρα που ξέρεις, τώρα που έβγαλες από πάνω σου τα λέπια και τις οπλές, ήρθε η ώρα να μάθεις την αποστολή σου για σήμερα.
Σήμερα θα μας διασκεδάσεις. Μην είσαι αχάριστος, το χρειαζόμαστε.. παραδέξου ότι μας αξίζει..
Εντάξει. Σήμερα πρέπει να μας δείξεις ότι είσαι άνθρωπος, πρέπει να μας κάνεις να το πιστέψουμε. Να ξεριζώσεις την καρδιά σου και να μας την δώσεις και μεις θα την πετάξουμε στον ‘Αδη για να την συνθλίψουν τα σφάλματα και να παίξουν οι τιμωρημένοι,που ξέχασαν πώς είναι να έχεις καρδιά- κι ύστερα θα την πάρεις πίσω και θα στάζει αίμα και ιδρώτες, θα βράζει, το κρέας της θα κρέμεται, δεν θα λάμπει πια. Πρέπει όμως να τη βάλεις πίσω γιατί είναι πάντα η δική σου καρδιά και ναι,θα ναι άσχημη- κι εμείς θα την παρατούσαμε στα σκουπίδια στη θέση σου, αλλά τώρα δεν έχεις τίποτα άλλο, κι αυτή είναι η ανταμοιβή σου γι αυτό.
Δεν θα χεις να τα βάλεις με δαίμονες και με τέρατα και με ζώα της νύχτας, με θηρία ή αγγέλους…γιατί είσαι άνθρωπος και δεν σε φοβούνται. Αρκεί που φοβάσαι εσύ τον εαυτό σου.
Αρκεί που ένιωθες πιο ασφαλής όταν είχες κέρατα και τρίχωμα,όταν μπορούσες να καταστρέψεις μάντρες με τη δύναμή σου και να το σκάσεις, όταν έσκαβες τρύπες στο χώμα με τις πατούσες…παρά τώρα που σου αφήσαμε μόνο μια καρδιά.


Και θα γεννηθείς πάλι από την αρχή όπως κάθε μέρα γεννιέσαι ξανά και ξανά, φτύνοντας αίμα από τη μήτρα της μάνας σου-τη μήτρα του σύμπαντος- και θα πάρεις πάλι τη θέση σου-το πιόνι και ο παίκτης. Σ αυτό το σύμπαν που δεν θυμάται πότε σε έκανε ούτε πως, και αδιαφορεί αν μεγαλώνεις γυμνός.

Εμπρός λοιπόν! Συνέχισε να ξύνεις τις σάρκες σου τη νύχτα για να βρεις που κρύβεται ο χρόνος και συνέχισε να τρυπάς την καρδιά σου για να βλέπεις στο σκοτάδι – κι εμείς θα σε ανταμείψουμε. Δεν είμαστε αχάριστοι, ποτέ δεν ήμασταν.

Όλα είναι τελικά σχετικά,δεν νομίζεις;
Ποιος είναι ο θεός και ποιος ο άνθρωπος
-συνέχισε να το πιστεύεις αυτό.

Κοίτα…Βλέπεις το γκρεμό μπροστά σου; Εκεί θα βουτήξεις όταν τελειώσεις με τα όνειρα της μερας.
Όχι, μη φοβάσαι. Χωρίς καρδιά δεν παθαίνεις τίποτα.

Συνέχισε όμως να τρέμεις τα ζώα και τους δαίμονες και τη φύση και τους ανέμους. Συνέχισε να τρέμεις τη φωτιά, τους αγγέλους, το χρόνο…
         Γιατί αυτό που θα σε καταβροχθίσει στο τέλος, είναι το κενό
                             στην ίδια σου την καρδιά.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

παιχνιδια.

Πέτα το λοιπόν..έλα.
Κορώνα ή γράμματα-την αλήθεια μας ή το ψέμα μας τα όνειρα ή τον φόβο;
Σειρά σου τώρα.
Δεν θα μπω στη μέση, δεν θα αντιδράσω, δεν θα κουνηθώ καν.
Το ξέρεις δεν έχω τίποτα να χάσω. Τώρα πια, θα κερδίσω μόνο αν παραδοθώ στο παιχνίδι μας.
Το νόμισμα στον αέρα, εκεί που δίπλα πετάει η καρδιά μου, η σκέψη μου που φεύγει, πιο ψηλά, κι άλλο..το σώμα μου δεν θα τα φτάσει ποτέ.
Τρέμω. Δεν το δείχνω. Το νόμισμα γυρίζει, τρυπάει τον ουρανό, τρυπάει τα σύννεφα- σκόνη από πλανήτες γύρω- κι ανεβαίνει.
-Τι; 
-Τίποτα ακόμα. 
Έχω κλείσει τα μάτια και περιμένω.
Κορώνα
-Τι φοβάσαι πιο πολύ; 
-Να σε βλέπω να με φοβάσαι...
Γράμματα
-Δε σ αγαπάω.
-Ούτε κι εγώ
Κορώνα 
-Γιατί δεν κοιμάσαι;
-Φοβάμαι μην ξυπνήσω 
Γράμματα 
-Κι αν κερδίσεις;
-Θα σ αφήσω να με μισήσεις
Κορώνα
-Κι όταν χάσεις;
-Θα μαι εδώ. Θα περιμένω.
Γράμματα
Η υπομονή μου εξαντλείται
Κορώνα
όπως οι βασιλιάδες
Γράμματα
όπως οι φτωχοί κι οι πεθαμένοι
Κορώνα
Τίποτα-καμία σκέψη
Γράμματα
Κενό
Κορώνα
Κενό
Γράμματα
Κενό
Κορώνα
Το ξέρω, μ αγαπάς
ή με μισείς, ξέρω
Δεν με νοιάζει. Γυρίζει. Ο χρόνος γελάει. Κι εγώ γελάω που με κοιτάς, μα δεν γελάς μαζί μου. Το παιχνίδι, ένα παιχνίδι μόνο υπάρχει για σενα. Κι εμένα η τελευταία μου ευκαιρία να παραδοθώ.
Κάπου εκεί, βαθιά, κλείσε τα μάτια να μην μπορώ να βγω απο τη ζέστη, και κράτα με εκεί.
Το νόμισμα κατεβαίνει, φτάνει στα πόδια μας.
-Τώρα..λες.
Φυλάκισέ με λοιπόν, να χαθώ, να μην βρίσκω έξοδο,  μόνο φως.
Όλη η ζωή σ ενα κομμάτι ασήμι, γυρίζει, ακόμα...
Πέφτει στο χώμα, θόρυβος, και σπάει τις κλωστές που μας κρατουν ενωμένους-αιώνια εδώ, σ αυτό το ανόητο παιχνίδι.
Κορώνα-γράμματα-τίποτα-δεν ξέρω-δεν θέλω-δεν με νοιάζει.
Μόνο ο ήχος από ένα κομμάτι φεγγάρι που σκάει στη γη.
Μόνο αυτό το άδειο κουδούνισμα.
Αρκετά. Νεκροί βασιλιάδες στα πόδια μας.
-Τί περιμένεις;
Τέλος;



Βάζεις το χέρι στην τσέπη. Κάτι γυαλίζει στην παλάμη σου.
-Πες εσύ.
Ωραία....

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

προσπερνοντας

πες μου.. στέκεσαι ποτέ στην πόρτα μου, αν ξυπνήσεις κάποια νύχτα, ή το πρωί,
πηγαίνοντας στην κουζίνα για τον πρωινό καφέ σου;
εγώ λείπω-
κοιτάς μέσα, σκέφτεσαι τι άφησα φεύγοντας και τι κουβαλάω μαζί μου;
έψαξες ποτέ τα πράγματα μου, τα χαρτιά και τις σκέψεις μου, τα περιοδικά που αρνείσαι να πετάξεις γιατί εγώ αρνιόμουν να πετάξω, να βρεις κάτι,
μια εξήγηση ή μια ανάμνηση;
έξυσες τους τοίχους να σβήσουν τα γράμματα και το χρώμα,
να βρεις τον ιδρώτα μου να βρεις τον πανικό και την αυπνία μου;
εγώ λείπω τώρα- στέκεσαι ποτέ στο παράθυρό μου,
τί έβλεπα εγώ, ο απέναντι τοίχος, 5 παράθυρα, 3 οικογένειες και 1652 τούβλα...
σκέφτεσαι αν ποτέ γονάτισα αν έκλαψα αν σε μίσησα
μετρώντας;
έψαξες ποτέ να δεις αν φύλαξα την ασφάλεια που μου δωσες
στα συρτάρια στα ρούχα μου στα ράφια της βιβλιοθήκης,
ή τα σκουπίδια μου, αν την πέταξα
μαζί με όσα δεν ζήσαμε και όσα ζήσαμε μα
τελικά δεν άντεξα ή δεν θυμάμαι;
μένεις ποτέ ξύπνιος, καθισμένος στο κρεβάτι μου,
άυπνος στη δικιά μου σκέψη, ότι άδικα έφυγα, ότι ίσως
δεν ξαναγυρίσω, ότι πάει,πέρασε,προσπεράσαμε τώρα -


πες μου ρε..,εσύ
έκλαψες ποτέ
μετρώντας;

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

οχι πια φιλοι, μονο σεξ

ενα κασετοφωνο-απο τα παλια, τα μεγαλα-
δυο ροδες, ενα βαζο μελι, μια καρεκλα στο πεζοδρομιο. 
(τιποτα πιο μονιμο απο το προσωρινο,λενε.
κι οταν ακουω 'θα περασει'- τοτε ''δεν''
δεν ξερω η δεν ψαχνω η δεν εχω 
-τι;)


κι η καρεκλα εμεινε εξω πολλους χειμωνες μεχρι ν αποφασισει να τη μαζεψει 
η γιαγια μου 
αλλιως ακομα εκει θα καθομουν...


το απογευμα γυρνουσα με σκισμενα ρουχα και γονατα 
ρωτουσαν, με ποια τερατα τα βαλα παλι, γελουσαμε
πια, δεν γυρναω 
σκισμενα γονατα και ρουχα 
κι εγω ντρεπομαι 
δεν γυρναω. 
περιμενω γυμνη να με βρουν. 




τωρα, ενα κασετοφωνο, δυο ροδες, κι η μονιμοτητα μας. 
οι νυχτες, μερικα ποτα, σιγουρα πολλα τσιγαρα, ο κοσμος προχωραει λοιπον, μεγαλωνει ο κοσμος, στους δρομους η στις δουλειες του, 
εχουμε αποψη τωρα, ψηφιζουμε κιολας και διαδηλωνουμε 
η μενουμε σπιτια μας και δεν κοιμομαστε 
φασαρια
φασαρια,μαλακα - κλεισε τη μουσικη.


τωρα, στο πεζοδρομιο με μπυρες, 
καμια στοιχειωμενη απουσια.
αλλα αν με μυρισεις, 
μυριζω μελι, δρομο και κλεψιες, 
μυριζω σαπουνι, σκουληκια, και κρυφτο.
κι η καρεκλα εκεινη ακομη περιμενει 


αυτο που ημουν.
γιατι δεν ξερω αν αντεχει αυτο που εγινα,
το προσωρινο μου.
γιατι οτι πιο μονιμο ειχα ποτε 
ειναι αυτες οι δυο ροδες 
και περιμενοντας,
μεγαλωσα 


και κεινο που μου λειπει 
ειναι η τολμη 
να γυρισω πισω,παρα τα διαλυμενα μου γονατα και ονειρα, 
και να απλωσω καρεκλες σ ολα τα πεζοδρομια.
να περπαταμε ξυπολητοι αναμεσα τους, 
μεσα στα σκουπιδια και τη λασπη αυτης της σκατοπολης.
ετσι, για να βαλουμε λιγη βρωμια 
στην υπεροχη μονιμοτητα μας
και να αφησω κι εγω λασπωμενες πατημασιες
στην καρεκλα,στο τραπεζι, στα ραφια, 
ανεβαινοντας για να φτασω τον ηλιο 
(ενα βαζο μελι)  




α, και σαουντρακ, ενα κασετοφωνο, μεγαλο απο τα παλια...

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

που
με παει;
κι εγω
γιατι
ακολουθω;

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

μακαρι να μπορουσα να σ ακουσω.
δεν ξερω τι φταιει. τωρα, η ζωη μου, ή μας,
δε μου δινει κανενα δικαιωμα να πω μη φοβασαι.
στεκεσαι εκει και φωναζεις
ακομα.
δεν σ ακουω,γαμωτο, ειναι αδυνατο.
πασχιζω τα χνοτα μου να μη θυμιζουν θανατο και η φωνη μου
να μη μοιαζει με κλαμα
να σωπασω για να σ ακουσω.
φοβαμαι για αυτες τις τρυπες που ανοιξε η σιωπη μου χρονια τωρα
και ο αερας το οξυγονο οι ανασες των γυρω μου η νυχτα και ο καπνος
μπαινουν στο μυαλο μου και γινονται σκεψεις-
κι αυτο, δε μου δνει κανενα δικαιωμα να μη φοβαμαι.

δεν ημουν ολοκληρη ποτε,
με μπαλονια και φτερα πουλιων κλεμμενα σκεπαζω αυτες τις τρυπες
και δειχνω ακεραιη και προχωραω
προς το τιποτα
σαν να πηγαινω καπου.
πηγαινω ν αφησω ελευθερα τα μπαλονια μου
και να επιτρεψω στα πουλια να πεταξουν-
δες την ακρη του κοσμου μας , δες τις μαυρες σκιες στο φεγγαρι, τα γραμματα στην επιγραφη της γωνιας που δεν ξεχωριζεις τι γραφουν, δες το κοκκινο γυρω απο τις κορες των ματιων μου και το μελανι που ξεθωριασε στα παιδικα μου ημερολογια- εκει πηγαινω.

θορυβος.

μακαρι να μπορουσα να σ ακουσω.
μα ολα στο κεφαλι μου ειναι τοσο δυνατα
αυτες οι φωνες
οι φωνες
η ησυχια
τα ψεμματα
ο κοσμος
κι ο ιδρωτας
ολα ειναι τοσο δυνατα-

φταινε αυτες οι φωνες
που δεν μπορω πια να καταλαβω
τι σου λεω.

και δεν μπορω να σ ακουσω .
μα σε πιστευω
γιατι μ αγγιζεις και ετσι,
ξερω πως υπαρχεις -
το μονο σιγουρο- το μονο αληθινο-

καπως σαν
ενα ζευγαρι
κλεμμενα φτερα πουλιου.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ευκολα
με προσφερω στο τιποτα,λιγο λιγο
καθε μερα ξοδευω κομματια σαρκας για τα τερατα μου
δε νικαω, δεν ξυπναω, δεν ξεχναω τιποτα.
παλι η ιδια σιωπη,η ιδια κραυγη που δεν φτανει ουτε στ αυτια μου.
ποσεςφορεςακομα; χωρις ανασα οι θανατοι μου
Και ολοι οι φοβοι μου που αφηνω να με καταπιουν
για να μπορουν να με ξερασουν μετα,
μαζι με τα δακρυα και την αντοχη μου,
γινονται θεοι κι εγω παλι η προσφορα
Για ποιον;
ποιο τιποτα με χωραει ολοκληρη;

ποσοακομαχωριςανασα;

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Φτανουν οι ηρωες,εχουμε αρκετους, γεμισαν οι δρομοι
Τους βλεπω τα βραδια να κολλανε αφισες στους δρομους, να διαφημιζουν τους εαυτους τους
Ασφαλεια λεγεται, το νιωθεις;
κλεισε τα ματια. καλυτερα τωρα;
Οσο νυχτωνει,ειναι περισσοτεροι. και δυνατοτεροι ειναι.
Ετσι,ολοι μαζι. Για την ασφαλεια
-αυτο που δεν ζητησα ποτε,κι αυτο που δεν πηρα
δεν μου ανηκει, δεν εχω μαθει σ αυτο.
Οι ηρωες μου σπανε τα δοντια τους στα πεζοδρομια, βιαζουν τη νυχτα ο ενας τον αλλον,
κοιμουνται σαν ζωα στριμωγμενοι στις καροτσες παρατημενων αμαξιων
κι υστερα ερχονται και μ αγκαλιαζουν, με τυλιγουν με σκουπιδια και τη μυρωδια του φοβου που σαπιζει - να. ασφαλεια.
Οταν ηταν παιδια οι ηρωες μου τρεφονταν με αντικαταθλιπτικα και
κρυβονταν στη ντουλαπα απο τον πατερα τους -
ηρθαν υστερα στην κουνια μου και μουρμουρισαν
''μη φοβηθεις''.
κι εκει στα χερια τους αφησα τις τυψεις και τους ερωτες μου.
γι αυτο, φτανουν οι ηρωες, γεμισαν οι μπυραριες και τα μπουρδελα.
Γεμισα ασφαλεια και αυτογραφα στο κορμι μου- υπογραφουν με σαλιο και ανεξιτηλα στυλο
οι ηρωες.
κι οι δικοι μου,
που καπου μαζεμενοι φυλανε τα παιδικα μου ονειρα, δεν θα ρθουν ξανα.
Δε θ ακουσω ξανα ''αφεσου εδω''.
Γιατι μια μερα που ειχα πιει τους βιασα κι εγω
ολους εναν-εναν
και τους αφησα να γλειφουν τις πληγες τους σ ενα σπιτι αδειο-
η ψυχη μου.
ή ισως, κρυβονται εκει και
γλειφουν ακομα τις δικες μου πληγες.
ετσι ειναι οι ηρωες.
α φ ε σ ο υ ε δ ω

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

απαντησεις

πια, τι να απαντησω;
σ'οσους λενε ''θα περασει,δεν πειραζει''
-εγω το ξερω .
κι η αληθεια αν τη μπουκωσεις με ψεματα
και πεταξεις πανω της τα χωματα που κουβαλας
(σκαβοντας,σκαβοντας,
γεμιζεις τα ρουχα σου χωμα μην σε παρει ο αερας )
η αληθεια παυει να υπαρχει γιατι δεν την πιστευεις
η αληθεια γινεται η σιωπη σου, η το γελιο σου, η κουκουλα
πριν ανεβεις στην κρεμαλα.
ακουω τα χερια μου κι ακουω τη θλιψη που ακουμπας πανω τους
και ζυγιζω τονους, ειμαι πετρα και φθορα και η θηλια στις σκεψεις σου
ζυγιζω τονους οπως το τιποτα
ζυγιζω τιποτα οπως η καρδια μου.
κουκουλα στο φεγγαρι, κουκουλα στα δακρυα.
ο δημιος στεκει και περιμενει παραπερα
-διακριτικος ο μαλακας
ο τοιχος κρυος ζεσταινει την τυψη μου
ποδια που δεν πατανε στη γη,το χωμα πως να τα κρατησει;
και το οπλο ειναι παλιο, ειναι φθαρμενο
ωραια να γελιεσαι, ''θα αστοχησει''.
Μα το θυμα ζυγιζει τονους οπως ο ουρανος
κι ειναι τοσο ευκολο να τον πετυχεις, δεν κρυβεται
ουτε με κουκουλα,ουτε με τα ψεματα .
κριμα.
Κι ο δημιος απλα τραβαει την σκανδαλη
και τερμα, αυτο.
Φοραω την κουκουλα μου,κλεινω τα ματια και
πυροβολω
-τ ε ρ μ α
ευκολο.
εγω ο δημιος εγω το θυμα εγω η κουκουλα, ο ουρανος, οι τυψεις,
το οπλο κι η τρυπα στο στηθος,
η τρυπα στον ουρανο που ξεβραζει κομματια απο το μυαλο μου,
μαζι και την θλιψη σου
εγω ο ηρωας, εγω η σκανδαλη, εγω το χωμα, οι στιχοι και
ολοκληρο το ποιημα.
κκουκουλα στο προσωπο,
μια τελευταια τυψη
(γινεται κοκκινες σταγονες στον τοιχο)
κι ο κοσμος φευγει σιγα σιγα.

Κριμα.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Σου το χα πει
όταν με παίρνεις τηλέφωνο τα πρωινά
και δεν το σηκώνω
θα μαι μάλλον στο μπάνιο,
να ξερνάω
ή να πλένω το πρόσωπό μου.

Μην σ ανησυχεί, συνέχισε να παίρνεις
αργά η γρήγορα θα απαντήσει ο τηλεφωνητής.
Τον είδα το θεό
σκεπασμένος ως επάνω με καπνό και στάχτη
από την τελευταία φορά που έπεσε στη φωτιά
να καθαρίσει τα ρούχα του απ τη βρώμα
-πόσο γελοίο να σαι αθάνατος
Γελάω
μα κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γαμημένη φλόγα και τη βρώμα στα μάτια μου
σκέφτομαι ωραία, όλοι αθάνατοι, όλοι γελοίοι κι όλοι ήρωες
δεν έχουμε ελπίδα να ξεφύγουμε
Απλά προσπαθούμε να κρυφτούμε στα φώτα
κι όταν δεν πιάνει, στο σκοτάδι
ή κόβουμε μικρά μικρά κομμάτια από τα χέρια μας την πλάτη ή τα γόνατα
και τα χαρίζουμε στους φίλους μας μην μας ξεχάσουν
ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ -
κι είναι μερικές φορες που θυμόμαστε κάποιον θεό
και τραβάμε το δέρμα μας, το ξεριζώνουμε,το φέρνουμε στο πρόσωπο
το μυρίζουμε, το χαιδεύουμε, και το καταπίνουμε
λαίμαργα.
κι αυτή η γεύση του χάους
είναι η γεύση του μητρικού γάλακτος και της εκσπερμάτωσης και της πούδρας
που βάζουν οι ηθοποιοί πριν την πρώτη πράξη
Κάπως έτσι καταλήγουμε βρεγμένοι κάτω από το τρύπιο υπόστεγό μας
η καρδιά
να μουρμουρίζουμε το ιδιο και το ίδιο
γελοίο να σαι αθάνατος

αλλα τουλάχιστον τώρα το ξέρουμε και
θα πάψουμε να παριστάνουμε τους νεκρούς.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

μην ρωτας

τοσο, γαμωτο।
σ αγαπαω
βουλιμικα

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

περιμενε ακομα.

Προχωρας μπροστα να κοιταξεις μηπως υπαρχει κατι εκει- δεν ξερεις, δεν ξερεις πως ο,τι πιο απειλητικο υπαρχει γυρω μας το κουβαλαω εγω στο κεφαλι μου. Δεν ξερεις,κι ομως πας μπροστα, σηκωνεις μια μια τις πετρες κοιτας απο κατω, γυρνας πισω σ εμενα
''Ολα καλα''
παντα καλα ειναι γιατι σε βλεπω γιατι σε ανασαινω γιατι σε μασαω γιατι σε καταπινω και γεμιζω εσυ
Μετα καθεσαι στο χωμα σταυροποδι και με περιμενεις να φτασω, κι εγω σκυβω χωνω τα δαχτυλα μου στην γη που πατησες κι αρχιζω να μπουσουλαω ως εκει. Συνθλιβω το χωμα σε καθε βημα μου, τα νυχια μου γεμιζουν βρωμια, μυριζω τη σαρκα σου για να σε βρω - νυχτα, δεν μπορω αλλιως.
θελω να σου δειξω πως μεγαλωσα πια πως μπορω να αντεχω το βαρος μου και να σηκωνω κι εσενα μαζι κι η απωλεια μου ειναι ο τροπος μου να σε γεμιζω.
να σου δειξω πως εγω δεν ειμαι σαν τους αλλους, εγω ειμαι αλλιως, εγω μαζευω τα σκουπιδια σου και σου χαριζω χαρταετους και γεμιζω τις τσεπες σου σαιτες να γραφουμε γραμματα στους φιλους μας
η να σημαδευουμε τα πουλια, να τα γκρεμιζουμε και να φοραμε το πετσι τους στα ονειρα μας.
καταλαβες; εγω δεν ειμαι σαν τους αλλους.
Α, κι εσυ δεν εισαι σαν τους αλλους. Ακομη στο χωμα, με περιμενεις να διασχισω κολυμπωντας τη στερια με τα νυχια μου για κουπι και κανεναν ανεμο στο πλευρο μου-μα περιμενεις.
Οχι, ξερω.. μην φοβασαι,μη μιλας γιατι η νυχτα σε σκεπαζει κι η φωνη σου δεν θυμαται και με προσπερνα αδιαφορα
ξερω. Αυτη η συνηθεια δεν ειναι ερωτας.
ερωτας ειναι ο δρομος που μπουσουλαω ,
ειναι που οταν φτασω θα μου ανοιξεις εσυ την πορτα με μια σαιτα και ενα κουφαρι πουλιου στα χερια
-ξερεις.
θελω να φτασω, να φτασω σιγα σιγα, να πιω βουλιμικα απο τις σταγονες στο μετωπο σου και να σου πω πως στο ταξιδι δεν εμαθα τιποτα, αλλα να,ειμαι εδω, και κουβαλαω και τα σπιρτα σου σ ολο το δρομο-
το τσιγαρο στα χειλια σου ειν ο ερωτας κι ο καπνος απο το στομα σου στο δικο μου.
κι αν διαβασεις στην κοιλια μου τις πληγες, θα ξερουμε κι οι δυο,
η αγαπη δεν ειναι μια γαμημενη προσθεση
αγαπη ειναι το υπολοιπο που μενει, αν διαιρεσεις εσενα με εμενα.

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

εκεινο που δεν μας ανηκει

Κι ο χρονος κι εκεινα που δεν σβηνουν κι εκεινα που περιμενει τρεμοντας αγκαλια με το παπλωμα
ολα στο ιδιο φεγγαρι
και παυει να φοβαται κι ακουει τον ψιθυρο της
και παλι φοβαται
πως αν την αφησει λιγο ακομα να κοιμαται δεν θα ξυπνησει ποτε
δεν θα ανοιξει τα ματια ποτε

''μισω το φεγγαρι''

κοιμοταν και δεν την ακουγε

''μ ακους; μισω το φεγγαρι.'

κι η αναπνοη της αργη μεθοδικη λουσμενη στον ιδρωτα -ονειρευοταν
κ α τ ι
α, το ηξερε
ειναι ευτυχια να ονειρευεσαι

μην την ξυπνας.

κοιμηθηκε χωρις δακρυα.μονο
κοκκινος ιδρωτας

ολα στο ιδιο φεγγαρι,και το μισος της.
κι εκεινη κοιμοταν και δεν την ακουγε.

ομως μια μερα ξυπνησε, και βρηκε διπλα της
κοκκινο ζεστο ακομα το φεγγαρι
στραγγιγμενο απο το φως του
νεκρο οπως η ενοχη
και στα χερια της
κατι ασημενια ρυακια που σταζαν στο πατωμα
σταγονα σταγονα
τον ποθο της

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

πατριδες

μμ,κι εγω
που δε γνωρισα ορια

μα
δεν χωραω
στον εαυτο μου.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

πρωτα ηταν εκεινος
κι ηταν ο ενας και καθοταν
γυμνος κι εδινε ονοματα στα πραγματα

κι υστερα τον ανοιξαν στα δυο κι εβγαλαν απο μεσα του
τον ερωτα και την αναγκη
κι ηταν σαν καθρεφτης
οι δυο τους

και φιληθηκαν και απο τον εναν
ξευθηκε το νερο
κι απο τον αλλον η φωτια
κι ο κοσμος εγινε πλανητες και αστερια
εγινε το χωμα και τα ζωα και η βροχη.
κι οι δυο τους εγιναν
ο κοσμος.

την επομενη μερα
εκαναν βολτα στον κηπο τους
κι ο ενας
εβγαλε τα νυχια του
και τα μπηξε στο λαιμο του αλλου.

κι ο θεος ειπε ''ευλογησον'' ,
ξεσκονισε τα ρουχα του,

και προχωρησε παραπερα.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Kι ο Αβελ γυρισε πλευρο κι αναρρωτηθηκε αν θα μπορουσε ποτε να συγχωρεσει
κι ο θεος τρομαξε απ τον αναστεναγμο του
κι εκρυψε το φιδι στα ποδια του μην σηκωθει και τον ψαξει.
κι Ακουμπησε στην ακρη του παραθυρου,
κανενα πατζουρι ανοιχτο,
και ετριψε με την παλαμη του τα σημαδια στις χουφτες του
ευχομενος ανωφελα
να μην τον ειχε στειλει εκει κατω.

κι εδω κατω κανει κρυο και κανει φοβο και εκδικηση και τιμωρια
κανει ψεμα
και ο ανθρωπος δεν φοβαται την τιμωρια
μα φοβαται το δικο του χερι
-εκατον εικοσι χτυπηματα γιατι φοβαται το μαστιγιο

Στα γονατα τωρα

κι η δυναμη στα δαχτυλα του
ειναι η δυναμη στα ποδια του ελαφιου

να τρεξει
να τρεξει
λιγο παραπανω μεχρι να το πιασει το λιονταρι
μεχρι να μπει στο δερμα του ο χειμωνας

Και παλι ο Αβελ τρεμει στο κρεβατι του
κι ο θεος μαζευει τα χαρτια του
τα σκορπαει τα σκιζει

κι υστερα δεν ξερει
τι παρακατω;


ενα αταραξ
και στο κρεβατι.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

α,η ζωη

Μισοτελειωμενο
παραμυθι,ονειρο-κατι ψευτικο
δεν εχει και διαφορα
Κι εκεινη η ζητιανα που το διηγιοταν
ποιος ξερει σε ποια γωνια θα σαπιζει
και ποιος τελικα θα τη βιασει μεχρι θανατου ,ετσι
με τα κουρελια της και τα θολα της ματια
-α,σιγουρα αυτη ειναι η καταδικη της
γιατι μοναχα οι δολοφονοι εχουνε τετοια ματια
θολα,κι οι
τρελαμενοι
κι οι ηρωες
-και τη ζωη σου δεν τη λες ηρωιδα ,τη λες;

ωραια,
θα περιμενω να τελειωσεις και
θα γυρισω πλευρο.
θα ψαξω κατι να φαω
κι αμα ερθει και με ζητησει
πες
δεν εχει νοημα τωρα
δεν συνεχιζεται
καλυτερα μισοτελειωμενο

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Να π ε φ τ ω
να πεφτω αργα: αυτη ειναι η ηδονη
τοσο βασανιστικα αργα που να μπορω
να βλεπω στον καθρεφτη τον εαυτο μου
να βουλιαζει προσπερνωντας το χτες
το φεγγαρι, το γιατι.
ετσι, για να μπορω να νιωθω πως ο αερας
ποναει περισσοτερο απο τα συναισθηματα
η απο μια κλωτσια στην κοιλια.

Να σηκωνεσαι μετα το βραδινο σου μ ε θ υ σ ι
ο αερας βρωμαει ποτο και εμετο και τα ρουχα σου κι εσυ
ολοκληρος βρωμας θλιψη.
Να πλενεις το προσωπο σου με βρεγμενες πετσετες
γιατι το νερο απο τη βρυση τρεχει με τοσο μεγαλη ορμη
που φοβασαι μηπως παρασυρει το μυαλο σου αν το ριξεις
στο κεφαλι σου.

τι σου θυμιζει;
εμενα τιποτα - δεν ξερω απ αυτα
ψεμματα!

παμε να φυγουμε
παμε,φοβαμαι
φοβαμαι, δεν μ ακους;
μ ακους, δεν φοβασαι;
και να παμε που;
που ειναι ενα μερος χωρις καθρεφτες
χωρις αερα και νερο και ορμη;
που, να υπαρξουμε μακρια απο τον εαυτο μας;

εμενα,οχι-
δεν μου θυμιζει τποτα παντως

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

υποτασσοντας

H συνθήκη, δεδομένη : μην προδωθείς και μην προδώσεις
τα σαββατοκύριακα ο θάνατος μοιάζει ευκολότερος γιατί δεν έχεις καμία άλλη υποχρέωση
παρά μόνο αυτό,
να ιδρώσεις και να φτύσεις σπέρμα και ευγνωμοσύνη για να παραμείνεις ζωντανός

κι εκείνα τα παιδιά δεν μοιάζουν να καταλαβαίνουν
κι ουρλιάζουν τη δύναμή τους κάθε πρωί έξω από το παράθυρό σου
μα τα σάββατα είναι τα χειρότερα γιατί δεν έχεις καμία άλλη υποχρέωση παρά μόνο να τ ακούς και να ξαγρυπνάς από το βάρος της ανάσας σου

δεδομένη η συνθήκη: ξυπνάς και πάλι
κινείσαι αθόρυβα, δεν βάζεις παπούτσια μην την ξυπνήσεις
κρύο πάτωμα, γλιστράει
-μόνο μην ξυπνήσει-

γλιστράς και πιάνεσαι από το γείσο του μυαλού σου
δαγκώνεσαι να μην φωνάξεις μα είναι αργά
έχει ξυπνήσει - αυτός ο νταβατζής,
η ψυχή,
θα σε σύρει πάλι στα άγια και βρώμικα μπουρδέλα
κάπου να πουληθεί, κάπου να αδειάσει τα υγρά της

δεδομένη η συνθήκη.
το κορμί μου το αντέχω
μπορώ ακόμη και να μάθω να το αγαπάω-ίσως

μα εκείνον τον φασίστα
την ψυχή
δεν θα την κουμαντάρω

δεδομένο.



και απλά περιμένεις το σαββατοκύριακο.