support

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

οι ταράτσες θα πέσουν τελευταίες


Εγώ δεν θέλω να πάω για δουλειά.

Εγώ θέλω να καθόμαστε με το βρακί στο πάτωμα, να αγγίζονται μόνο τα δάχτυλα των ποδιών μας,
στην απελπισμένη προσπάθεια να μην ξεχάσω λεπτό την αφή σου, αλλά και να μην είμαι ιδρώτας παραπάνω,

ή στα ζεστά πεζούλια η μία πλάι στην άλλη να κουδουνίζουμε αδιάφορα στην υγρασία κέρματα στις χούφτες μας
-αύριο θα πρέπει να πάμε για δουλειά, τελειώνουν τα ψιλά μας-
και θέλω

να ρίχνουμε στα μούτρα μας νερά, και άλλα υγρά, και όχι στα μούτρα μας μόνο, ξαπλωμένες σε δροσερά πλακάκια ή με τις πλάτες στα κάγκελα του μπαλκονιού

και
να μιλάμε για αφροδίτες στην παρθένο, και το τζεντριφικέσιον, και τα βιβλία που σιχαινόμαστε

ή να σκαρφαλώνουμε με τα μάτια και τα δάχτυλά μας στην απέναντι ταράτσα, ανάμεσα στα ρούχα που νοτίζουν τη νύχτα και ψήνονται τη μέρα,
μόνο και μόνο για να δούμε πόσα μείναμε ζωντανά
πόσα εμείς, πόσα αστέρια ή πόσα σπίτια
ό,τι θέλεις.

Κι ανάμεσα σε νυσταγμένη καφεΐνη τα μεσημέρια,
κι ανάμεσα σε υπερκινητικές μπύρες τα βράδια,
κι ανάμεσα στην διαταραγμένη ησυχία που κάνουν τα κλιματιστικά τα απογεύματα,
κι ανάμεσα στην ιδρωμένη φασαρία που κάνουν τα σώματα τα ξημερώματα
που μοιάζει να φτάνει σε όλα τα μπαλκόνια, σε όλες τις ταράτσες, και στα θλιμμένα δωμάτια όσων μας άδειασαν την πόλη, και μας την άφησαν δικιά μας μονάχα,  
να μου λες,


δεν θέλω να πάω για δουλειά
εγώ δεν θέλω να πάω για δουλειά


και να μοιάζει η ζωή μας
δικιολογία αρκετή